- πολυδιάχυτος
- -ον, Α1. πολύ διασκορπισμένος2. (για ασθένεια) αυτός που έχει ευρέως μεταδοθεί («[γάγγραινα] πολυδιάχυτον πάθος», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + διάχυτος (< διαχέω), πρβλ. ευ-διάχυτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυδιάχυτον — πολυδιάχυτος widely diffused masc/fem acc sg πολυδιάχυτος widely diffused neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek